Λευί ή Λευεί — Βιβλικό πρόσωπο και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν τριτότοκος γιος του Ιακώβ από τη Λεία. Όπως αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, πρόκειται για πατριάρχη των Εβραίων. Η μνήμη του τιμάται την Κυριακή των Προπατόρων … Dictionary of Greek
λευίτης — ο (AM λευίτης, θηλ. λευῑτις, ίτιδος) [Λευί] αυτός που ανήκει στην εβραϊκή φυλή τού Λευί, στην οποία είχαν ανατεθεί τα σχετικά με τη λατρεία καθήκοντα νεοελλ. μτφ. ιερέας, ιερωμένος αρχ. 1. βοηθός ιερέα για τις κατώτερες λατρευτικές πράξεις 2. το… … Dictionary of Greek
Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
αρχιερέας — Εκείνος που έχει το αξίωμα του επισκόπου ή του μητροπολίτη ή του πατριάρχη. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άρχω και το ουσιαστικό ιερέας. Στην αρχαιότητα, α. ήταν τίτλος που απένεμαν αρχικά στους ιερείς και στις ιέρειες των σατραπειών του οίκου… … Dictionary of Greek
παρεξάγω — ΜΑ [εξάγω] 1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι 2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.) 4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς… … Dictionary of Greek
Ααρών — I Βιβλικό πρόσωπο. Πρωτότοκος γιος του Αμράμ και της Ιωχαβέδ, από τη φυλή του Λευί, αδελφός του Μωυσή. Καλύτερος ρήτορας από εκείνον, συνεργάστηκε μαζί του για να πείσει τον φαραώ να επιτρέψει στους Εβραίους να βγουν από την Αίγυπτο, επιτελώντας … Dictionary of Greek
Αμράμ — Πατέρας του Ααρών και του Μωυσή, εγγονός του Λευί. Με το όνομα αυτό αποκαλούνται περιληπτικά όλοι οι απόγονοί του … Dictionary of Greek
Ελισάβετ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αγία από τη φυλή του Λευί, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν συγγενής της Θεοτόκου και σύζυγος του ιερέα Ζαχαρία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν και η Ε. δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και… … Dictionary of Greek
Εμμώρ ο Ευβαίος — Βιβλικό πρόσωπο. Αναφέρεται ως άρχοντας στη γη Χαναάν. Σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του, Συχέμ, και όλο τον αρσενικό πληθυσμό της χώρας, από τον Συμεών και τον Λευί, τους γιους του Ιακώβ, γιατί ο γιος του ατίμασε την αδελφή τους … Dictionary of Greek